veturilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.tuˈɾi.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturilo | veturiloj |
αιτιατική | veturilon | veturilojn |
veturilo (eo)
- το όχημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturilo | veturiloj |
αιτιατική | veturilon | veturilojn |
veturilo (eo)