pontolingvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pontolingvo | pontolingvoj |
αιτιατική | pontolingvon | pontolingvojn |
pontolingvo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pontolingvo | pontolingvoj |
αιτιατική | pontolingvon | pontolingvojn |
pontolingvo (eo)