plivolumeniĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plivolumeniĝo | plivolumeniĝoj |
αιτιατική | plivolumeniĝon | plivolumeniĝojn |
plivolumeniĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plivolumeniĝo | plivolumeniĝoj |
αιτιατική | plivolumeniĝon | plivolumeniĝojn |
plivolumeniĝo (eo)