Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

volumen- < αγγλική volume, γαλλική volume

  Ρίζα επεξεργασία

volumen- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: όγκος

Παράγωγα επεξεργασία