volumeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | volumeno | volumenoj |
αιτιατική | volumenon | volumenojn |
volumeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | volumeno | volumenoj |
αιτιατική | volumenon | volumenojn |
volumeno (eo)