plikostiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plikostiĝo | plikostiĝoj |
αιτιατική | plikostiĝon | plikostiĝojn |
plikostiĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- plikostigho στο H-sistemo
- plikostigxo στο X-sistemo