plenakordo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenakordo | plenakordoj |
αιτιατική | plenakordon | plenakordojn |
plenakordo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenakordo | plenakordoj |
αιτιατική | plenakordon | plenakordojn |
plenakordo (eo)