piocheur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piocheur | piocheurs |
θηλυκό | piocheuse | piocheuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
piocheur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piocheur | piocheurs |
θηλυκό | piocheuse | piocheuses |
piocheur (fr)