bûcheur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bûcheur | bûcheurs |
θηλυκό | bûcheuse | bûcheuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
bûcheur (fr)
- (παραδοσιακή ορθογραφία) (οικείο) δουλευταράς
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bûcheur | bûcheurs |
θηλυκό | bûcheuse | bûcheuses |
bûcheur (fr)