pied-de-poule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-de-poule | pieds-de-poule |
pied-de-poule (fr) αρσενικό
- διακοσμητικό στοιχείο πανοπλίας με μορφή σκακιέρας
- (ενδυμασία) ύφασμα με το μοτίβο αυτό