carreau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
carreau | carreaux |
carreau (fr) αρσενικό
- το καρό
- το παράθυρο, το τζάμι
- το τετραγωνάκι
- το πλακάκι
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαμοτίβα:
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carreau | carreaux |
carreau (fr) αρσενικό
μοτίβα: