carreleur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carreleur | carreleurs |
θηλυκό | carreleuse | carreleuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
carreleur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carreleur | carreleurs |
θηλυκό | carreleuse | carreleuses |
carreleur (fr) αρσενικό