Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
carrelet
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
carrelet
carrelets
Ουσιαστικό
επεξεργασία
carrelet
(fr)
αρσενικό
(
ψάρι
) ο
πλευρονήκτης
, το
πησσί
Συγγενικά
επεξεργασία
carreau
carrelage
carreler
carreleur
-
carreleuse