ενικός         πληθυντικός  
houndstooth houndsteeth

Ετυμολογία

επεξεργασία
 δείτε τις λέξεις hound, 's και tooth (κυριολεκτικά: δόντι του λαγωνικού, του κυνηγόσκυλου)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

houndstooth (fr) αρσενικό

  1. διακοσμητικό στοιχείο μοτίβου pied-de-poule ή καρό που μοιάζει με σκακιέρα
  2. (ενδυμασία) ύφασμα με το μοτίβο pied-de-poule