petado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petado | petadoj |
αιτιατική | petadon | petadojn |
petado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petado | petadoj |
αιτιατική | petadon | petadojn |
petado (eo)