personalised
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | personalised |
συγκριτικός | more personalised |
υπερθετικός | most personalised |
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
personalised (en)
- (βρετανική γραφή) ο προσωποποιημένος
- ⮡ George wears a personalised necklace with the initial "G" on it.
- Ο Γιώργος φοράει ένα προσωποποιημένο μενταγιόν με το πρώτο γράμμα του ονόματός του, το «Γ», σε αυτό.
- ⮡ George wears a personalised necklace with the initial "G" on it.
Άλλες γραφές
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- personalised - Cambridge Dictionary online