personalised
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | personalised |
συγκριτικός | more personalised |
υπερθετικός | most personalised |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɜː.sən.əl.aɪzd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈpɝː.sən.əl.aɪzd/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
personalised (en)
- (βρετανική γραφή) ο προσωποποιημένος
- ↪ George wears a personalised necklace with the initial "G" on it.
- Ο Γιώργος φοράει ένα προσωποποιημένο μενταγιόν με το πρώτο γράμμα του ονόματός του, το «Γ», σε αυτό.
- ↪ George wears a personalised necklace with the initial "G" on it.
Άλλες γραφές επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
personalised (en)
Πηγές επεξεργασία
- personalised - Cambridge Dictionary online