παραθετικά
θετικός peacefully
συγκριτικός more peacefully
υπερθετικός most peacefully

  Ετυμολογία

επεξεργασία
peacefully < peaceful + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

peacefully (en)

  1. ειρηνικά, με τρόπο χωρίς πόλεμο, βία ή λογομαχία
    ⮡  The war has ended peacefully.
    Ο πόλεμος έχει τελειώσει ειρηνικά.
     συνώνυμα: peaceably
  2. ήρεμα, με ήρεμο και ήσυχο τρόπο
    ⮡  Life is going peacefully with daily conversations and many stories from the past.
    Η ζωή περνάει ήρεμα με καθημερινές συζητήσεις και πολλές ιστορίες από το παρελθόν.
     συνώνυμα: tranquilly
  3. ειρηνικά, με τρόπο που δείχνει ότι προσπαθώ να ζήσω εν ειρήνη και ότι δεν θέλω βία ή λογομαχία
    ⮡  We want to live peacefully with our neighbors and with mutual respect.
    Θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά με τους γείτονές μας και με αμοιβαίο σεβασμό.
     συνώνυμα: peaceably