peaceably
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | peaceably |
συγκριτικός | more peaceably |
υπερθετικός | most peaceably |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpeaceably (en)
- ειρηνικά, με τρόπο χωρίς πόλεμο, βία ή λογομαχία
- ⮡ The war has ended peaceably.
- Ο πόλεμος έχει τελειώσει ειρηνικά.
- ≈ συνώνυμα: peacefully
- ⮡ The war has ended peaceably.
- ειρηνικά, με τρόπο που δείχνει ότι προσπαθώ να ζήσω εν ειρήνη και ότι δεν θέλω βία ή λογομαχία
- ⮡ We want to live with our neighbors peaceably and with mutual respect.
- Θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά με τους γείτονές μας και με αμοιβαίο σεβασμό.
- ≈ συνώνυμα: peacefully
- ⮡ We want to live with our neighbors peaceably and with mutual respect.