παραθετικά
θετικός peaceably
συγκριτικός more peaceably
υπερθετικός most peaceably

  Ετυμολογία

επεξεργασία
peaceably < peaceable + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

peaceably (en)

  1. ειρηνικά, με τρόπο χωρίς πόλεμο, βία ή λογομαχία
    ⮡  The war has ended peaceably.
    Ο πόλεμος έχει τελειώσει ειρηνικά.
     συνώνυμα: peacefully
  2. ειρηνικά, με τρόπο που δείχνει ότι προσπαθώ να ζήσω εν ειρήνη και ότι δεν θέλω βία ή λογομαχία
    ⮡  We want to live with our neighbors peaceably and with mutual respect.
    Θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά με τους γείτονές μας και με αμοιβαίο σεβασμό.
     συνώνυμα: peacefully