tranquilly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tranquilly |
συγκριτικός | more tranquilly |
υπερθετικός | most tranquilly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασία- ήρεμα, με ήρεμο και ειρηνικό τρόπο
- ⮡ Life is passing by tranquilly with daily conversations and many stories from the past.
- Η ζωή περνάει ήρεμα με καθημερινές συζητήσεις και πολλές ιστορίες από το παρελθόν.
- ≈ συνώνυμα: peacefully
- ⮡ Life is passing by tranquilly with daily conversations and many stories from the past.