payment terminal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
payment terminal | payment terminals |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
payment terminal (en)
- (οικονομία) ηλεκτρονική συσκευή που διασυνδέεται με κάρτες πληρωμών για την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών μεταφορών κεφαλαίων