Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
paw paws

paw (en)

  • το πόδι ενός ζώου
    ⮡  The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
    Ο σκύλος γάβγισε δυνατά όταν το πάτησα το πόδι.
ενεστώτας paw
γ΄ ενικό ενεστώτα paws
αόριστος pawed
παθητική μετοχή pawed
ενεργητική μετοχή pawing

paw (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξύνω, για ζώο που ξύνει κάτι με το πόδι
    ⮡  The dog was pawing with his nails at the door.
    Ο σκύλος έξυνε με τα νύχια του την πόρτα.
  2. (μεταβατικό) πασπατεύω, αγγίζω κάποιον με σεξουαλικό τρόπο που τον βρίσκει προσβλητικό
    ⮡  No girl likes being pawed at.
    Σε κανένα κορίτσι δεν αρέσει να την πασπατεύουν.