paw
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | paw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paws |
αόριστος | pawed |
παθητική μετοχή | pawed |
ενεργητική μετοχή | pawing |
paw (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξύνω, για ζώο που ξύνει κάτι με το πόδι
The dog was pawing with his nails at the door.
- Ο σκύλος έξυνε με τα νύχια του την πόρτα.
- (μεταβατικό) πασπατεύω, αγγίζω κάποιον με σεξουαλικό τρόπο που τον βρίσκει προσβλητικό
No girl likes being pawed at.
- Σε κανένα κορίτσι δεν αρέσει να την πασπατεύουν.