Ετυμολογία

επεξεργασία
pavimento < λατινική pavimentum, pavio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
pavimento pavimenti

pavimento (it)

  1. πάτωμα, η επιφάνεια σε έναν κλειστό χώρο όπου στρώνεται με λεία υλικά.
  2. (ιατρική) η κάτω επιφάνεια της στοματικής κοιλότητας
  3. (γεωγραφία) ο πυθμένας του ωκεανού πάνω από 3000 μέτρα βάθος