partnero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partnero | partneroj |
αιτιατική | partneron | partnerojn |
partnero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partnero | partneroj |
αιτιατική | partneron | partnerojn |
partnero (eo)