paĝio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paĝio | paĝioj |
αιτιατική | paĝion | paĝiojn |
paĝio (eo)
- ο υπηρέτης, ο αχθοφόρος σε ένα ξενοδοχείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paĝio | paĝioj |
αιτιατική | paĝion | paĝiojn |
paĝio (eo)