pétition
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ti.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pétition | pétitions |
pétition (fr) θηλυκό