Ετυμολογία

επεξεργασία

pétition < λατινική petitio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ti.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pétition pétitions

pétition (fr) θηλυκό

  1. η υποβολή, η κατάθεση αίτησης, το ψήφισμα
  2. η αναφορά σε ανώτερη αρχή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία