Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pétition pétitions

pétition (fr) θηλυκό

  1. η υποβολή, η κατάθεση αίτησης, το ψήφισμα
  2. η αναφορά σε ανώτερη αρχή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία