ενικός         πληθυντικός  
pétitionnaire pétitionnaires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pétitionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός ή αυτή που υποβάλλει μια αίτηση

Συγγενικά

επεξεργασία