Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

overview < over- + view

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈəʊvə(ɹ)ˌvjuː/
ΔΦΑ : /ˈəʊvəvjuː/ & /ˈəʊvərvjuː/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
overview overviews

overview (en)

  1. η σύνοψη, η επισκόπηση, η σύντομη/συνοπτική περίληψη
  2. η επισκοπική κριτική, ο συνολικός επανέλεγχος, η γενική επανεξέταση
  3. (παρωχημένο) 17ος αιώνας: επιθεώρηση, επίβλεψη
  4. (αμερικάνικα αγγλικά, 1934) αξιολόγηση, επιθεώρηση, έρευνα· περίληψη, σύνοψη, ανακεφαλαίωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • overview στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας overview
γ΄ ενικό ενεστώτα overviews
αόριστος overviewed
παθητική μετοχή overviewed
ενεργητική μετοχή overviewing

overview (en)

  Πηγές επεξεργασία