overcrowded
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | overcrowded |
συγκριτικός | more overcrowded |
υπερθετικός | most overcrowded |
overcrowded (en)
- υπερπλήρης, καργαρισμένος, φισκαρισμένος, για ένα μέρος που έχει υπερβολικά πολλά άτομα ή πράγματα
- ⮡ The room is overcrowded.
- Η αίθουσα είναι υπερπλήρης.
- ⮡ The hold was overcrowded with cargo.
- Τα αμπάρια ήταν καργαρισμένα απ΄ το φορτίο.
- ⮡ The store is overcrowded (with people).
- Το μαγαζί είναι φισκαρισμένο (από κόσμο).
- ⮡ The room is overcrowded.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαovercrowded (en)