ενεστώτας overcrowd
γ΄ ενικό ενεστώτα overcrowds
αόριστος overcrowded
παθητική μετοχή overcrowded
ενεργητική μετοχή overcrowding

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overcrowd < over- + crowd

overcrowd (en)

  • παραγεμίζω, υπερπληρώ, γεμίζω κάτι υπερβολικά
    ⮡  The bus overcrowded and the passengers are on top of each other.
    Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.
    ⮡  The soccer fans overcrowded the stands.
    Οι ποδοσφαιρόφιλοι υπερεπλήρωσαν τις εξέδρες.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία