Ουσιαστικό

επεξεργασία

overcrowding (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο συνωστισμός
    ⮡  an overflow audience due to overcrowding - ακροατήριο έξω από τον κύριο χώρο λόγω συνωστισμού

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

overcrowding (en)