ενεστώτας overfill
γ΄ ενικό ενεστώτα overfills
αόριστος overfilled
παθητική μετοχή overfilled
ενεργητική μετοχή overfilling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overfill < over- + fill

overfill (en)

  • παραγεμίζω, υπερπληρώ, καργάρω, φισκάρω, γεμίζω κάτι υπερβολικά
    ⮡  Don’t overfill the glasses.
    Μην παραγεμίζεις τα ποτήρια.
    ⮡  The soccer fans overfilled the stands.
    Οι ποδοσφαιρόφιλοι υπερεπλήρωσαν τις εξέδρες.
    ⮡  I overfilled the tank.
    Το καργάρισα το ντεπόζιτο.
    ⮡  He has overfilled the cupboard with food.
    Έχει φισκάρει το ντουλάπι με τρόφιμα.
    ⮡  The container is overfilled.
    Το δοχείο είναι υπερπλήρες.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία