υπερπληρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερπληρώ < αρχαία ελληνική ὑπερπληρόω / ὑπερπληρῶ < ὑπερπλήρης < ὑπέρ + πλήρης
Ρήμα
επεξεργασίαυπερπληρώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υπερπληρώνω, υπέρ, πληρώνω και πλήρης
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερπληρώ
|