overcritical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | overcritical |
συγκριτικός | more overcritical |
υπερθετικός | most overcritical |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαovercritical (en)
- ψείρας, λεπτολόγος
- ⮡ Don’t be so overcritical.
- Μην είσαι τόσο πολύ λεπτολόγος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ⮡ Don’t be so overcritical.