Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
orphéon orphéons

orphéon (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) είδος μουσικού οργάνου με χορδές και πληκτρολόγιο
  2. (παρωχημένο) σχολή ή χορωδία αποτελούμενη μόνο από άνδρες
  3. η φανφάρα, η φιλαρμονική