originala
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | originala | originalaj |
αιτιατική | originalan | originalajn |
originala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | originala | originalaj |
αιτιατική | originalan | originalajn |
originala (eo)