organizaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | organizaĵo | organizaĵoj |
αιτιατική | organizaĵon | organizaĵojn |
organizaĵo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- organizajho στο H-sistemo
- organizajxo στο X-sistemo