optimist
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoptimist (ro) αρσενικό
- ο οπτιμιστής, ο αισιόδοξος
Κλίση
επεξεργασία κλίση του optimist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un optimist | optimistul | nişte optimiști | optimiștii |
γενική | a unui optimist | optimistului | a unor optimiști | optimiștilor |
δοτική | a unui optimist | optimistului | a unor optimiști | optimiștilor |
αιτιατική | un optimist | optimistul | nişte optimiști | optimiștii |
κλητική | — | - | — | - |