officier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
officier | officiers |
Ετυμολογία
επεξεργασία- officier < λατινική officiarius
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαofficier (fr) αρσενικό
- ο αξιωματικός
- ο αξιωματούχος
- Officier d'une charge civile
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαofficier (fr)