officieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- officieux < λατινική officiosus
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | officieux | officieux |
θηλυκό | officieuse | officieuses |
officieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | officieux | officieux |
θηλυκό | officieuse | officieuses |
officieux (fr)