ενικός         πληθυντικός  
obédience obédiences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obédience (fr) θηλυκό

  1. η υπακοή ή υποταγή (σε κάποιον ανώτερο)
    Une obédience absolue. - Απόλυτη υποταγή.
  2. ο σύνδεσμος ανάμεσα σε μια πολιτική ή θρησκευτική εξουσία και αυτούς που την ακολουθούν, η εξουσία, το πιστεύω
    Pays d'obédience communiste. - Χώρες υπό κομουνιστική εξουσία.
    De stricte obédience. - Με αυστηρή εξουσία.
    Ils sont d'obédience chrétienne. - Έχουν χριστιανικά πιστεύω.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία