obédience
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
obédience | obédiences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαobédience (fr) θηλυκό
- η υπακοή ή υποταγή (σε κάποιον ανώτερο)
- Une obédience absolue. - Απόλυτη υποταγή.
- ο σύνδεσμος ανάμεσα σε μια πολιτική ή θρησκευτική εξουσία και αυτούς που την ακολουθούν, η εξουσία, το πιστεύω
- Pays d'obédience communiste. - Χώρες υπό κομουνιστική εξουσία.
- De stricte obédience. - Με αυστηρή εξουσία.
- Ils sont d'obédience chrétienne. - Έχουν χριστιανικά πιστεύω.