obédientielle
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- obédientielle < θηλυκό του obédientiel
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
obédientielle | obédientielles |
obédientielle (fr) θηλυκό
- αυτή που αφορά τη θρησκευτική υποταγή σε έναν ανώτερο