obédiencier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
obédiencier | obédienciers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
obédiencier (fr) αρσενικό
- μέλος θρησκευτικής κοινότητας που υποτάσσεται στην πνευματική εξουσία ενός ανωτέρου του
ενικός | πληθυντικός |
obédiencier | obédienciers |
obédiencier (fr) αρσενικό