noceur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- noceur < noce
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noceux | noceux |
θηλυκό | noceuse | noceuses |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noceux | noceux |
θηλυκό | noceuse | noceuses |