Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
noce noces

noce (fr) θηλυκό

  1. εορτασμός που ακολουθεί έναν γάμο
  2. γιορτή αναμνηστική ενός γάμου
  3. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που παρευρίσκονται σε έναν γάμο

Συγγενικά

επεξεργασία