ενικός         πληθυντικός  
mupak mupakes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mupak < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutfak (κουζίνα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /muˈpɑk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mu‐pak

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mupak αρσενικό