Ετυμολογία

επεξεργασία
movado < mov- + -ad- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική movado movadoj
αιτιατική movadon movadojn

movado (eo)

  1. το κίνημα
    la Esperanto-movado, το κίνημα για την εσπεράντο
  2. η κίνηση
    la ĉiela movado de la astroj, η ουράνια κίνηση των άστρων