moody
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | moody |
συγκριτικός | moodier |
υπερθετικός | moodiest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmoody (en)
- άστατος, κυκλοθυμικός, που έχει διαθέσεις που αλλάζουν γρήγορα και συχνά
- ⮡ a moody character - άστατος χαρακτήρας
- ⮡ moody behavior - κυκλοθυμική συμπεριφορά
- κακόκεφος, κατσούφης, που έχει κακή ψυχική διάθεση, συχνά χωρίς ιδιαίτερο λόγο