παραθετικά
θετικός moody
συγκριτικός moodier
υπερθετικός moodiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
moody < mood + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

moody (en)

  1. άστατος, κυκλοθυμικός, που έχει διαθέσεις που αλλάζουν γρήγορα και συχνά
    ⮡  a moody character - άστατος χαρακτήρας
    ⮡  moody behavior - κυκλοθυμική συμπεριφορά
  2. κακόκεφος, κατσούφης, που έχει κακή ψυχική διάθεση, συχνά χωρίς ιδιαίτερο λόγο
    ⮡  I am moody today.
    Είμαι κακόκεφος σήμερα.
    ⮡  Why are you so moody today?
    Γιατί είσαι σήμερα τόσο κατσούφα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sullen

Συνώνυμα

επεξεργασία