Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

  1. κυκλοθυμικός
  2. (μεταφορικά) αναξιόπιστος
  3. (μεταφορικά) για ευπαθές μηχάνημα που χαλάει συνέχεια