mood
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mood | moods |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmood (en)
- η διάθεση, ο τρόπος που νιώθω σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- ⮡ in a happy/serious/bad mood - σε χαρούμενη/σοβαρή/άσχημη διάθεση
- ⮡ I’m in a very bad mood.
- Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
- τα νεύρα, μια περίοδος που είμαι θυμωμένος ή ανυπόμονος
- ⮡ She is in one of her moods again.
- Πάλι έχει τα νευράκια της.
- ⮡ She is in one of her moods again.
- (γραμματική) η έγκλιση
- ⮡ the indicative/imperative/subjunctive mood - η οριστική/προστακτική/υποτακτική έγκλιση