ενικός         πληθυντικός  
mood moods

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mood (en)

  1. η διάθεση, ο τρόπος που νιώθω σε μια συγκεκριμένη στιγμή
    ⮡  in a happy/serious/bad mood - σε χαρούμενη/σοβαρή/άσχημη διάθεση
    ⮡  I’m in a very bad mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
  2. τα νεύρα, μια περίοδος που είμαι θυμωμένος ή ανυπόμονος
    ⮡  She is in one of her moods again.
    Πάλι έχει τα νευράκια της.
  3. (γραμματική) η έγκλιση
    ⮡  the indicative/imperative/subjunctive mood - η οριστική/προστακτική/υποτακτική έγκλιση

Εκφράσεις

επεξεργασία