monunuo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- monunuo < mono (χρήμα, συνάλλαγμα) + unuo (ένωση)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monunuo | monunuoj |
αιτιατική | monunuon | monunuojn |
monunuo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monunuo | monunuoj |
αιτιατική | monunuon | monunuojn |
monunuo (eo)